ναυαρχία

ναυαρχία
η (Α ναυαρχία) [ναύαρχος]
1. αρχηγία, διοίκηση στόλου, εξουσία ή δικαιοδοσία ναυάρχου
2. χρονική διάρκεια τής αρχηγίας ενός ναυάρχου («τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον», Ξεν.)
αρχ.
1. ναυτική υπεροχή, ηγεμονία στη θάλασσα
2. στόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχία — ναυαρχίᾱ , ναυαρχία command of a fleet fem nom/voc/acc dual ναυαρχίᾱ , ναυαρχία command of a fleet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίᾳ — ναυαρχίαι , ναυαρχία command of a fleet fem nom/voc pl ναυαρχίᾱͅ , ναυαρχία command of a fleet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχία — η το αξίωμα, η εξουσία του ναυάρχου, η αρχηγία στόλου και η περίοδος της εξουσίας αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαρχίας — ναυαρχίᾱς , ναυαρχία command of a fleet fem acc pl ναυαρχίᾱς , ναυαρχία command of a fleet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίαι — ναυαρχία command of a fleet fem nom/voc pl ναυαρχίᾱͅ , ναυαρχία command of a fleet fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίαν — ναυαρχίᾱν , ναυαρχία command of a fleet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nauarchia — (Gr. ναυαρχία from ναῦς, ship and ἀρχή, command), was the supreme command of the Spartan navy.The office was an annual one and could not be held more than once by the same man (Xen. Hell. ii. r. 7). This law might be evaded in special cases; the… …   Wikipedia

  • Λύσανδρος — (455; – 395 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός. Υπήρξε ο βασικός υπεύθυνος της οριστικής ήττας των Αθηνών στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το 408 π.Χ. ανέλαβε τη διοίκηση του σπαρτιατικού στόλου, ο οποίος βρισκόταν ακόμα σε διάλυση, ύστερα από την καταστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”